τσάμπα

τσάμπα
επίρρ., βλ. τζάμπα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τσάμπα — Ν επίρρ. βλ. τζάμπα …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • τζάμπα — και τσάμπα Ν επίρρ. 1. χωρίς χρήματα, χωρίς πληρωμή, δωρεάν 2. πολύ φθηνά, πάμφθηνα 3. φρ. α) «τζάμπα ξίδι, γλυκό σαν μέλι» είναι ευπρόσδεκτη οποιαδήποτε δωρεά όσο μικρής αξίας κι αν είναι β) «[πήγε ή χάθηκε] τζάμπα και βερεσέ» [χάθηκε ή πέθανε]… …   Dictionary of Greek

  • Μιράντα, Ίζα — (Isa Miranda, Μιλάνο 1909 – 1982). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Ιταλίδας ηθοποιού του θεάτρου και του κινηματογράφου Ίνες Ιζαμπέλλα Σαμπριέτρο (Ines Isabella Samprietro). Υπήρξε διεθνώς η πιο γνωστή σταρ του ιταλικού κινηματογράφου κατά την πρώτη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”